Η άγρια πανίδα της περιοχής μας!!!

Λαγός - Lepus europeus 
Απαντάται σε όλη την Ευρώπη , Μ.Ασία Αραβία Β.Αφρική έχει επίσης εισαχθεί στην Αμερική Αυστραλία Ν Ζηλανδία . Λόγω της μεγάλης εξάπλωσης το είδος παρουσιάζει διάφορες από τόπο σε τόπο πχ στη νότια Ευρώπη είναι μικρότερος με κοντότερο τρίχωμα από ότι στη βόρειο Ευρώπη . Περιγραφή Το σώμα του είναι επίμηκες με μήκος 50-60 εκατ. και ύψος 20-30 και βάρος 3-6 κιλά. Το θηλυκό είναι κατά κανόνα μεγαλύτερο από το αρσενικό . Το κεφάλι του είναι μεγάλο και ωοειδές και τα μάτια του βρίσκονται λοξά και πλάγια του κεφαλιού. Τα αυτιά είναι μακριά και όρθια ,ευκίνητα και πιο μακριά από το κεφάλι, όταν τοποθετηθούν προς τα εμπρός . Το κάτω μέρος του σώματος λευκό ,ουρά 7-10 εκατ. στο πάνω μέρος μαύρο και στο κάτω λευκό. Το τρίχωμα του αλλάζει δύο φορές το χρόνο μία το φθινόπωρο και μια την άνοιξη .(πιο αραιό και ανοιχτόχρωμο). Βιότοπος . Τον συναντάμε σε ποικιλία βιοτόπων εκτός από πολύ μεγάλα υψόμετρα πάνω από 1500μ και τις πολύ ψυχρές και υγρές περιοχές. Άριστος βιότοπος αποτελούν οι αραιοί θαμνότοποι η τα αραιά δάση κοντά σε γεωργικές εκτάσεις ,περιοχές δηλαδή που μπορεί να βρει άφθονη τροφή και καλούς κρυψώνες. Διατροφή Η τροφή του περιλαμβάνει τρυφερά χόρτα ,χυμώδεις καρπούς ,δημητριακά και σε περιόδους που αυτά δεν υπάρχουν σε αφθονία μπορεί να τραφεί και με νεαρούς βλαστούς , φλοιούς θάμνων ,κάστανα ,βελανίδια. Το απαραίτητο νερό το παίρνει με τη τροφή ,πίνει νερό μόνο κατά την διάρκεια μεγάλης ξηρασίας και όταν θηλάζει τα νεογνά. Διάφορα . Είναι μοναχικό είδος ,ζει μόνιμα σε μια περιοχή ακτίνας 500μ και δύσκολα την εγκαταλείπει(όταν δεν υπάρχει τροφή, η έχει συνεχή ενόχληση).Κολυμπά καλά αλλά μόνο όταν απαιτηθεί λόγω κινδύνου. Κινείται κυρίως τις πρωινές και απογευματινές ώρες, ενώ όταν είναι πανσέληνος καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας. Τη μέρα παραμένει κρυμμένος μέσα στη φωλιά του, λιάζεται ή κάνει αμμόλουτρα. Κατά τις μετακινήσεις του χρησιμοποιεί τα ίδια μονοπάτια τα οποία σημαδεύει με εκκρίματα τα οποία προέρχονται από αδένες του προσώπου . Ο λαγός τρίβει τα πόδια του στο πρόσωπο του και έτσι τα εκκρίματα κολλούν στα πόδια του και μεταφέρονται με το βάδισμά του ( στα πέλματα των ποδιών του δεν υπάρχουν οσμοποιοί αδένες). Η σήμανση της περιοχής ενδημίας γίνεται και με οσμοποιούς αδένες που βρίσκονται στη βάση του πρωκτού . Κατά την διάρκεια της ημέρας κρύβεται συνήθως κάτω από θάμνους , σε κοιλότητες του εδάφους και όχι σε υπόγειες στοές . Έχει περισσότερες από μία κρυψώνες και διαλέγει αυτή που βρίσκεται σε κατεύθυνση αντίθετη από αυτή του αέρα για να μην μπορούν να τον εντοπίσουν οι εχθροί του. Σχεδόν πάντα δεν κατευθύνεται αμέσως στη φωλιά του αλλά εκτελεί παραπλανητικές διαδρομές προκειμένου να ξεγελάσει τους εχθρούς του και τελικά κάνοντας μεγάλα άλματα δεξιά, αριστερά και ένα μεγαλύτερο άλμα 1-1,5 μ. κάθεται στη φωλιά του . Η παραπάνω συμπεριφορά του συμβαίνει και στα πιο νεαρά άτομα και αυτό δείχνει ότι είναι έμφυτο . Ο λαγός σπάνια εγκαταλείπει τον κρυψώνα του ακόμα και όταν ο κίνδυνος βρίσκεται σε απόσταση τριών μέτρων , κάνοντας πολλούς να πιστεύουν ότι κοιμάται με ανοιχτά μάτια. Μπορεί να αναπτύξει μεγάλες ταχύτητες αλλά η κατασκευή των ποδιών του δυσκολεύει την κίνηση του στις κατηφόρες ενώ στην ανηφορική κίνηση είναι πιο γρήγορος. Πολλές φορές όταν κινδυνεύει παράγει οξείς ήχους χτυπώντας το έδαφος με τα πόδια του ή τρίβοντας τα δόντια του, τέτοιοι ήχοι δημιουργούνται σε διαπληκτισμούς μεταξύ του , την περίοδο της αναπαραγωγής , την συνουσία και πριν τον θηλασμό των μικρών . Αισθήσεις : Έχει πολύ καλή ακοή και όσφρηση . Η πλάγια τοποθέτηση των ματιών έχει σαν αποτέλεσμα την περιορισμένη μπροστινή δυνατότητα , αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην μπορεί εύκολα να διακρίνει ακόμα και τον άνθρωπο όταν είναι σε κοντινή απόσταση μπροστά του και δεν κινείται. Στα πλάγια όμως έχει μια ευρείας γωνίας ορατότητα. Αναπαραγωγή : Αναπαράγεται από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο αλλά η περίοδος αυτή μπορεί να αλλάξει λόγω καιρικών συνθηκών. Είναι είδος πολυγαμικό . Γεννά τέσσερις πέντε φορές τον χρόνο από 2-4 μικρά (περισσότερα στο μέσο της αναπαραγωγικής περιόδου και λιγότερα στην αρχή και στο τέλος. Τα νεογνά γεννιούνται κάθε 30 -35 μέρες η κύηση όμως διαρκεί 42-44 μέρες . Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μήτρα είναι δισχεδής με αποτέλεσμα να διακρατεί δύο γέννες ταυτόχρονα . Έτσι λοιπόν πριν τον τοκετό γονιμοποιείται ξανά, το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται σε άλλο θηλαστικό και είναι γνωστό ως επικύηση . Ο θηλασμός διαρκεί 2-3 εβδομάδες και τα μικρά γίνονται ανεξάρτητα μετά από τριάντα μέρες και ωριμάζουν σεξουαλικά μετά από 7-8 μήνες . Η διάρκεια της ζωής του λαγού είναι 7-8 χρόνια. Φυσικοί εχθροί : Ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος από όλα τα σαρκοφάγα , λύκος , αλεπού , αγριόγατα κ.λ.π μέχρι και τα αρπακτικά γεράκια , αετοί κ.λ.π Ο πληθυσμός παρουσιάζει έντονες αυξομειώσεις οι οποίες στην Βόρεια Ευρώπη έχουν μια κανονικότητα ( κάθε 9-10 χρόνια) ,ενώ στα πιο εύκρατα κλίματα οι αυξομειώσεις αυτές είναι ακανόνιστες . Για την ελάττωση του πληθυσμού των λαγών επιδρούν πολλές φορές συμπληρωματικά οι παρακάτω παράγοντες : α) ποσότητα και ποιότητα της τροφής β) κλιματικοί παράγοντες γ) μεγάλος αριθμός και ανταγωνισμός στην εξεύρεση τροφής .Οι παραπάνω λόγοι έχουν σαν αποτέλεσμα την μείωση του ρυθμού της αναπαραγωγής και την ελάττωση της αντοχής τους σε ασθένειες.

Αλεπού (Vulpes vulpes) 
Ευρεία εξάπλωση σε όλο σχεδόν τον κόσμο ( Ευρώπη , Β. Αφρική ,Ασία, Αραβία , Β. Αμερική ). Στην Ελλάδα σχεδόν παντού πλην της Κρήτης. Ο βιότοπος της ποικίλει τη βρίσκουμε σε δάση και θαμνότοπους αλλά και σε γεωργικές εκτάσεις οι οποίες συνορεύουν με δασικές . Περιγραφή : Είναι ζώο ευέλικτο και γεροδεμένο. Έχει φουντωτή ουρά, μάτια μικρά, αυτιά όρθια και μυτερά. Το τρίχωμά της πυκνό, μακρύ και μαλακό είναι καφεκόκκινο αλλά υπάρχουν και πιο σκούρες ποικιλίες. Το τρίχωμα της αλλάζει μια φορά τον χρόνο και αρχίζει από την άνοιξη. Το μήκος του σώματός της είναι 50-90 εκατ. το βάρος 3-10 κιλ. Και το ύψος 50-60 εκατ. Έχει μακριά ουρά της οποίας το άκρο είναι λευκό και φουντωτό. Είναι είδος νυκτόβιο εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής την οποία κυκλοφορεί μέρα. Διατροφή Είναι παμφάγο είδος , η τροφής της αποτελείται κατά 80 % από ζωικά είδη και 20% φυτικά . Κυρίως τρέφεται με ποντίκια , τυφλοπόντικές, σκίουρους , λαγούς αλλά και έντομα , ερπετά , σαλιγκάρια , βατράχια , ψάρια , ψοφίμια καθώς και φρούτα σταφύλια, σύκα, πεπόνια, βατόμουρα και χυμώδεις καρποί. Όταν τις περισσεύει η τροφή την κρύβει θάβοντας την σε λάκκο και την χρησιμοποιεί αργότερα . Αυτό δεν συμβαίνει με τα άλλα θηλαστικά τα οποία σκεπάζουν πρόχειρα τα υπολείμματα της τροφής. Κινείται κυρίως τις βραδινές ώρες αναζητώντας την τροφή της, η φουντωτή ουρά την δίνει την δυνατότητα να αλλάζει πορεία με εκπληκτική ευκολία και ταχύτητα. Επίσης κολυμπά και τρέχει πολύ γρήγορα , φωλιάζει σε υπόγειες στοές τις οποίες κατασκευάζει μόνη της ή χρησιμοποιεί φωλιές άλλων ζώων όπως του ασβού. Η φωλιά αποτελείται από μια κεντρική στοά από την οποία διακλαδίζονται 3-4 μικρότερες τα άκρα των οποίων καταλήγουν στην επιφάνεια του εδάφους. Η κεντρική είσοδος βρίσκεται κάτω από μεγάλο θάμνο. Ο κυριότερος εχθρός της αλεπούς είναι ο λύκος ενώ για τα μικρά είναι η αγριόγατα. Από τις αισθήσεις της, έχει πολύ καλά αναπτυγμένη την όσφρηση και την ακοή όχι όμως την όραση. Το είδος παλαιότερο θεωρούνταν επιβλαβές για την θηραματική πανίδα με αποτέλεσμα να επικηρυχθεί και τελικώς να εξαφανιστεί από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τα τελευταία χρόνια συστηματικές έρευνες του διαιτολογίου της αλεπούς απέδειξαν ότι τα θηραματικά είδη έχουν μικρή σημασία για την διατροφή της η οποία κυρίως αποτελείται από ποντικούς, έντομα, φρούτα και κατά 5-10% θηραματικά είδη τα οποία βρίσκονται εν αφθονία. Είναι πολύ θετική η επίδραση της αλεπούς στον έλεγχο των πληθυσμών των τρωκτικών.

Αγριόγατα (Felix sylvestris) 
Η αγριόγατα ζει στην Κ. Ευρώπη , Ισπανία, Ιταλία, Βαλκάνια. Στην Ελλάδα βρίσκεται σε ολόκληρη την Ηπειρωτική και νησιώτικη χώρα. Περιγραφή : Μοιάζει με το οικιακό είδος αλλά είναι μεγαλύτερου μεγέθους. Το τρίχωμα της είναι μακρύ, σκληρό και πυκνό με χρώμα καστανόγκριζο και μαύρες ραβδώσεις στην ουρά της. Έχει μήκος σώματος 47-80 εκατ. και βάρος 5-10 κιλ. Είναι ζώο το οποίο κατηγορείται για καταστροφές που προκαλεί σε νεοσσούς και μικρά ζώα. Βιότοπος: Είναι είδος δασόβιο. Προτιμά μεγάλα και πυκνά δάση από πλατύφυλλα ή και μικτά, οπωσδήποτε όμως μακριά από ανθρώπινες δραστηριότητες. Ζει επίσης σε θαμνότοπους και γυμνές ορεινές εκτάσεις ύψους μέχρι 3.00 0 μ. Τροφή της αποτελείται από μικρά θηλαστικά ( κυρίως ποντικούς) εδαφόβια πτηνά, αυγά, ψάρια, βατράχια, έντομα. Σπάνια επιτίθεται σε ζαρκάδια και μικρά ελάφια. Είναι είδος που κινείται κυρίως την νύχτα, δεν είναι είδος κοινωνικό εκτός από την περίοδο αναπαραγωγής ζει μονήρες . Η αγριόγατα σημαδεύει την περιοχή ενδημίας με εκκρίσεις οσμοποιών αδένων και με ξύσιμο του φλοιού των δένδρων και των θάμνων. Από την περιοχή αυτή βγαίνει λίγες φορές όταν έχει ανάγκη κατανάλωσης μεγαλύτερης ποσότητας τροφής. Η κίνηση της στο χιόνι είναι δύσκολη λόγω της κατασκευής των πελμάτων της. Είναι δυνατή η επιμειξία με την οικιακή γάτα , διάρκεια ζωής της αγριόγατας 12-15 χρόνια.

Λύκος (Canis lupus) 
Ενώ παλιότερα είχε πολύ μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση σε Ευρώπη , Ασία , Β. Αμερική σήμερα έχει περιοριστεί σημαντικά και στην Ελλάδα συναντάται κυρίως στις ορεινές περιοχές. Το χειμώνα έχει πυκνότερο και σκληρότερο τρίχωμα που τον προστατεύει από τις χαμηλές θερμοκρασίες των ψηλών βουνών . Περιγραφή Μοιάζει με το σκύλο αλλά έχει ποιο χονδρό λαιμό και φαρδύ κεφάλι, είναι ο μεγαλύτερος αντιπρόσωπος της οικογένειας έχει μήκος 100-150 εκατοστά. Ύψος 65-90εκατ. βάρος 30-50κιλά. Το μπροστινό μέρος είναι ψηλότερο από το πίσω, το τρίχωμα είναι γκριζωπό το χειμώνα και κίτρινο γκρι το καλοκαίρι . Το θηλυκό μικρότερο του αρσενικού. Παρόλο που προτιμά τα ψηλά βουνά και τα πυκνά δάση μπορεί να τον συναντήσουμε και σε πεδινότερες περιοχές. Η διατροφή του περιλαμβάνει κυρίως μικρά ζώα ( τρωκτικά αλλά και χυμώδεις καρπούς , ψοφίμια , ζαρκάδια , αγριόγιδα και μερικές φορές και αγροτικά ζώα. Ενώ τα θηράματα του κινούνται δύσκολα στο χιόνι κατά την διάρκεια του χειμώνα ο λύκος λόγω του ότι έχει πλατιά πέλματα μπορεί και κινείται γρηγορότερα, συλλαμβάνοντας τη λεία του. Ο λύκος δεν έχει μόνιμη κατοικία κινείται συνεχώς ανάλογα με τις ποσότητες της τροφής που υπάρχουν σε κάθε μέρος. Για την αναζήτηση της τροφής του βγαίνει συνήθως τη νύχτα , ενώ τη μέρα κρύβεται σε κρυψώνες μέσα σε υπόγειες στοές ή κοιλότητες βράχων. Ζει κατά οικογενειακές ομάδες όμως κατά την διάρκεια του χειμώνα οι ομάδες αυτές μπορούν να ενωθούν σε αγέλες προκειμένου να εξασφαλίσουν την τροφή τους κυνηγώντας ομαδικά ζώα μεγάλου μεγέθους. Αναπαραγωγή : Είναι είδος μονογαμικό , ζευγαρώνει για όλη του τη ζωή, το θηλυκό μετά από 63 ημέρες εγκυμοσύνης γεννά 4 -6 μικρά συνήθως μέσα σε κουφάλες δένδρων ή σπηλιές αλλά και σε φωλιές της αλεπούς μετά από αναγκαία επέκταση. Τα μικρά γίνονται ανεξάρτητα σε ηλικία 6 μηνών αλλά συνήθως παραμένουν στην οικογένεια μέχρι το φθινόπωρο του επόμενου έτους. Σεξουαλικά ωριμάζει στο δεύτερο έτος και είναι δυνατόν να έρθει σε επιμειξία με τον σκύλο, επίσης είναι δυνατή η επιμειξία του λύκου με το τσακάλι. Από τις αισθήσεις οι πιο ανεπτυγμένες είναι η ακοή και η όσφρηση . Διαγνωστικά στοιχεία για την αναγνώριση του λύκου από τα ίχνη του είναι τα εξής : α) Τα ίχνη των πελμάτων του λύκου σε σχέση με του σκύλου είναι πιο επιμήκη και τα πλευρικά δάκτυλα είναι παράλληλα, ενώ του σκύλου είναι περισσότερα στρογγυλά και τα δύο πλευρικά δάκτυλα ασύμμετρα .β) Η φτέρνα του λύκου βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση από την βάση των μεσαίων δακτύλων ενώ του σκύλου είναι πιο κοντά. Η λεία του λύκου αποτελείται κυρίως από γηραιά και ασθενικά άτομα με αποτέλεσμα ο ρόλος του να είναι θετικός για την εξυγίανση και την γενετική βελτίωση των θηραματικών ειδών.

Ζαρκάδι Capreolus capreolus: 
Εξάπλωση : Ζει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και της Ασίας εκτός από Ιρλανδία , Ισλανδία , Β. Σκανδιναβία, Β. Ρωσία, Μ. Ασία. Στη χώρα μας απαντάται από τη Θεσσαλία και βορειότερα σε Ήπειρο και Β. Ελλάδα. Περιγραφή : Είναι το πιο μικρό είδος της οικογένειας με μήκος σώματος 1 - 1,4 μ. ύψος 70-85 εκατ. ουρά 2-4 εκατ. και βάρος 15-50 κιλ. Τα αρσενικά ξεπερνούν τα θηλυκά ως προς την σωματική ανάπτυξη και το βάρος . Το κεφάλι του είναι επίμηκες με μαύρο το άκρο του ρύγχους . Το τρίχωμα του το καλοκαίρι είναι λείο , κοντό και κοκκινόφαιο ενώ το χειμώνα γίνεται μακρύτερο , πυκνότερο και γκριζωπό . Τα κάτω μέρη του σώματος έχουν ανοιχτότερο χρώμα. Το κάτοπτρο είναι λευκό. Κέρατα υπάρχουν μόνο στα αρσενικά και έχουν μήκος 20-25 εκατ. οι διακλαδώσεις τους είναι 3-4 , σπάνια περισσότερες . Τα κέρατα πέφτουν Νοέμβριο με Δεκέμβριο και αμέσως μετά αρχίζει η ανάπτυξη των νέων. Από τον αριθμό των διακλαδώσεων μπορεί να υπολογιστεί η ηλικία των ζαρκαδιών ( μέχρι 4 ετών). Το ζαρκάδι σε αντίθεση με το ελάφι δεν προκαλεί μεγάλες ζημιές λόγω φλοιοφαγίας . Κάποιες ζημιές μπορούν να γίνουν όταν υπάρχουν πολύ μεγάλοι πληθυσμοί. Βιότοπος : Προτιμά αραιά δάση δρυός ή άλλων πλατύφυλλων καθώς και μικτά με αρκετά διάκενα . Κατά κανόνα προτιμά όρια δασών και αποφεύγει πυκνά δάση κωνοφόρων . Συχνά ζει σε γεωργικές καλλιέργειες δίπλα σε δάση. Το καλοκαίρι μετακινείται στις ψηλότερες περιοχές ενώ το χειμώνα κατεβαίνει χαμηλότερα. Τροφή : Ποώδη φυτά , θάμνοι, βατόμουρα , αγριοτριανταφυλλιές και διάφορα πλατύφυλλα ( δρυς , σημύδα , φτελιά , κρανιά , οστριά κ.λ.π Συνήθειες: Είναι είδος ημερόβιο . Για την αναζήτηση της τροφής κινείται κυρίως τις πρωινές και απογευματινές ώρες. Ζει κατά μικρές οικογενειακές ομάδες που αποτελούνται από ένα αρσενικό ένα θηλυκό και τα μικρά τους σε αντίθεση με το ελάφι που ζει σε μεγαλύτερες αγέλες . Την ηγεσία της ομάδας έχει πάντοτε το αρσενικό . Αναπαραγωγή: Κατά κανόνα είναι είδος μονογαμικό. Μόνο όταν ο πληθυσμός των θηλυκών είναι μεγάλος τότε συμπεριφέρεται ως πολυγαμικό. Στο τέλος της άνοιξης και αρχές του θέρους τα αρσενικά εγκαθίστανται σε προσημασμένες περιοχές. Το αρσενικό προστατεύει την γαμήλια περιοχή του από κάθε άλλο διεκδικητή . Ο ανταγωνισμός όμως αυτός δεν εκδηλώνεται με τόσο βίαιες μάχες όπως συμβαίνει στο ελάφι. Η περίοδος εγκυμοσύνης διαρκεί εννιά μήνες και γεννά 1- 2 μικρά . Τα νεογνά μετά από δύο εβδομάδες ακολουθούν την μητέρα τους στην αναζήτηση τροφής. Ζει 10-12 χρόνια. Εχθροί όμοιοι με αυτούς του ελαφιού.

Η Μπεκάτσα
ΤΑΞΗ ΧΑΡΑΔΡΙΟΜΟΡΦΑ Οικογ. Μπεκατσίδαι - Scolopax rusticola. Η μπεκάτσα έχει μήκος 35 εκατ και ράμφος 6-8εκατ , βάρος από 300 έως 350γραμ. Βιότοπος. Δασόβιο είδος ,προτιμά περιοχές με υγρό έδαφος όπου μπορεί εύκολα να βρει τροφή. Ζει συνήθως σε απόμερα μέρη με πυκνό ξερό φύλλωμα στο έδαφος και το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Τροφή. Σκουλήκια , έντομα ,προνύμφες εντόμων ,και σπόρους. Η αναζήτηση της τροφής γίνεται με το ράμφος το οποίο βυθίζει στη λάσπη η σε σωρούς από φύλλα. Για το λόγο αυτό στην άκρη του ράμφους υπάρχουν απολήξεις αισθητήριων νεύρων.Συνήθειες Η μπεκάτσα είναι είδος μεταναστευτικό. Αναπαράγεται στη κεντρική και βόρεια Ευρώπη και διαχειμάζει νοτιότερα. Στη χώρα μας έρχεται το Νοέμβριο και φεύγει στο τέλος Φεβρουαρίου. Κυριότεροι είσοδοι είναι κοιλάδες ποταμών στη περιοχή των συνόρων (Στρυμόνα , Αξιού ,Αώου) ενώ αποφασιστικό ρόλο για την εγκατάσταση σε μια περιοχή παίζουν οι βροχές του φθινοπώρου. Σε υγρά εδάφη είναι ποιο εύκολο να βρει σκουλήκια και να τραφεί. Η εποχή άφιξης εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες στις βόρειες περιοχές όπως πχ οι βόρειοι άνεμοι οι οποίοι βοηθούν τη πτήση τους. Η παραμονή όμως σε μια περιοχή εξαρτάται από τις τοπικές συνθήκες , σε ξηρό ή παγωμένο έδαφος ή όταν υπάρχει πολύ χιόνι δεν μπορεί να βρει εύκολα τροφή και για το λόγο αυτό μεταναστεύει σε άλλες περιοχές. Μεταναστεύει κυρίως τις νυχτερινές ώρες και κατά μικρά κοπάδια. Αισθήσεις. Έχει αναπτυγμένη την αίσθηση της αφής ιδιαίτερα στο άκρο του ράμφους. Λόγω της θέσεως των ματιών μπορεί και βλέπει γύρω της ακόμη και όταν τρέφεται και έτσι δύσκολα αιφνιδιάζεται. Η μπεκάτσα θεωρείται από τους κυνηγούς πολύ καλό θήραμα.

Ορεινή πέρδικα - Alectoris graeca
Υποοικογένεια Περδικίναι
Περιγραφή Η ορεινή πέρδικα έχει μήκος 30-35 εκατ. Και βάρος 600-900γραμ. , φύλλα όμοια. Στα πλευρά έχει εναλλασσόμενες άσπρες και μαύρες ραβδώσεις , οι παρειές και το μπροστινό μέρος του λαιμού λευκά και περιβάλλονται από στενή μαύρη λωρίδα η οποία αρχίζει από το ράμφος και κατεβαίνει προς το λαιμό δημιουργώντας ένα είδος περιλαίμιου. Ζει σε θαμνώδεις εκτάσεις , κράσπεδα δασών σε σχετικά μεγάλα υψόμετρα.
Η τροφή της είναι κυρίως φυτική και κατά ένα μικρό μέρος ζωική. Αποτελείται από σπόρους φυτών , γράστεων, χυμώδεις καρπούς, σκουλήκια, έντομα, σαλιγκάρια κλπ. Μαζί με την τροφή καταπίνει και χαλίκια που βοηθούν στο άλεσμα αλλά γίνεται έτσι και πρόσληψη ασβεστίου.
Συνήθειες Είναι ενδημικό είδος (με την έννοια ότι δεν αποδημεί) όπως φυσικά και οι άλλες δύο πέρδικες που αναφέρονται στη συνέχεια καθώς και ο φασιανός που αναφέρθηκε προηγουμένως . Είναι κοινωνικό και ζει κατά οικογενειακές ομάδες 10-15 ατόμων ενώ τη διάρκεια του χειμώνα μπορούν να συνενωθούν δύο οι περισσότερες τέτοιες ομάδες και να φτάσουν στις 40. Είναι είδος εδαφόβιο και σπάνια πετά ενώ τρέχει πολύ γρήγορα.
Αναπαραγωγή Είναι είδος μονογαμικό. Τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο οι ομάδες διαλύονται και σχηματίζονται τα ζεύγη. Το θηλυκό φωλιάζει στο έδαφος κάτω από θάμνους ή σε κοιλότητες του εδάφους στρώνοντας ξερά φύλλα χόρτα και λίγα πούπουλα. Το Μάρτιο με Απρίλιο γεννά 10-15 αυγά και τα επωάζει 20-21 μέρες. Οι νεοσσοί βαδίζουν αμέσως και τους φροντίζουν και οι δύο γονείς. Εχθροί Αλεπού , ικτίδες ,αγριόγατα ,γεράκια, αετοί. Σαν θήραμα οι ορεινές πέρδικες έχουν πολύ μεγάλη αξία , θεωρείται μαζί με το λαγό από τα σημαντικότερα θηράματα.

Το ορτύκι - Coturnix coturnix
Περιγραφή το ορτύκι έχει μήκος 15-18 εκατ. Και βάρος 200-250 γρ ,φτέρωμα φαιό με κιτρινωπές και καφέ ραβδώσεις. Στο στήθος τα θηλυκά έχουν έντονα μαύρα στίγματα και ραβδώσεις. Ζει σε γεωργικές εκτάσεις πεδινές περιοχές και λοφώδη μέρη με αραιούς θάμνους. Η τροφή είναι 90% φυτική και κατά 10% ζωική, από σπόρους , βλαστούς έντομα κλπ. Συνήθειες. Το ορτύκι είναι μεταναστευτικό ,διαχειμάζει στην Αφρική και Δ. Ασία και αναπαράγεται στη Κ. Ευρώπη, είναι είδος μονογαμικό και σπανιότερα όταν τα θηλυκά είναι περισσότερα συμπεριφέρεται ως πολυγαμικό.

Post a Comment

Προσθέστε το σχόλιό σας!
Τα σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο θα διαγράφονται.

Νεότερη Παλαιότερη